- συμπαίνω
- Νανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μπαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπάλλω — και συμπέλλω Ν συμπαίνω, συνδαυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πάλλω «κινώ, σείω»] … Dictionary of Greek